Ψωρίαση

Ψωρίαση

Η ψωρίαση είναι μία συχνή μη μεταδοτική πάθηση του δέρματος, που εμφανίζεται στο 2% περίπου του πληθυσμού. Χαρακτηρίζεται από αυξημένο ρυθμό πολλαπλασιασμού των επιδερμιδικών κυττάρων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται ερυθηματώδεις πλάκες με αργυρόχροα λέπια, η λεγόμενη ψωρίαση κατά πλάκας, που αποτελεί και τη συνηθέστερη μορφή εμφάνισης της νόσου. Υπάρχουν όμως και μορφές που εμφανίζονται με την μορφή φλυκταινών (φλυκταινώδης ψωρίαση) ή ερυθρότητας (ερυθροδερμική ψωρίαση) ή ακόμα και με την παράλληλη προσβολή των αρθρώσεων (ψωριασική αρθρίτιδα). Άλλες μορφές ψωρίασης αφορούν τις πτυχές του σώματος (ανάστροφη ψωρίαση). Επίσης μπορεί να  εμφανιστεί με μεμονωμένες σταγονοειδείς βλάβες του δέρματος (σταγονοειδής ψωρίαση).

Η ψωρίαση είναι μία πολυπαραγοντική ασθένεια. Σε έδαφος γενετικής προδιάθεσης και υπό την επίδραση εκλυτικών παραγόντων ενεργοποιείται το ανοσιακό σύστημα, προκαλώντας μία φλεγμονώδη αντίδραση με την απελευθέρωση συγκεκριμένων ουσιών (κυτταροκίνες) που δρουν στο δέρμα. Στους εκλυτικούς παράγοντες συγκαταλέγονται οι εξής:

  • Λοιμώξεις, κυρίως στρεπτοκοκκικές
  • Στρες
  • Φάρμακα (αντιυπερτασικά, ανθελονοσιακά, λίθιο, ιντερφερόνη)
  • Τραυματισμός δέρματος (φαινόμενο Koebner)

Η ψωρίαση πέρα απο δερματολογική νόσος μπορεί να συνυπάρχει και με άλλες νόσους, όπως την ψωριασική αρθρίτιδα, καρδιαγγειακά νοσήματα, μεταβολικό σύνδρομο καθώς και νόσο του Crohn και ψυχιατρική νόσο.

Ανάλογα με τη βαρύτητα της πάθησης υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Σε ήπια μορφή εφαρμόζονται τοπικές θεραπείες με κερατολυτικά, κορτικοστεροειδή και παράγωγα βιταμίνης D. Σε μέτρια έως σοβαρή μορφή εφαρμόζονται συστηματικές θεραπείες είτε με τα κλασικά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα ή ρετινοειδή είτε με βιολογικούς παράγοντες. Η χορήγηση συστηματικής αγωγής προϋποθέτει τη στενή συνεργασία ασθενούς-δερματολόγου και τον τακτικό εργαστηριακό έλεγχο. Θεραπευτική επιλογή αποτελεί επίσης και η φωτοθεραπεία, που μπορεί να συνδυαστεί με την λουτροθεραπεία και την τοπική αγωγή.